-
1 мясник
-
2 мясник
ο κρεοπώλης, ο χασάπης (ξεν).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мясник
-
3 мясник
мясн||икм ὁ χασάπης, ὁ κρεοπώλης. -
4 мясник
-а α.κρεοπώλης• χασάπης.
См. также в других словарях:
κρεοπώλης — seller of meat masc nom sg κρεοπωλέω deal in butcher s meat imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεοπώλης — ο, θηλ. κρεοπώλις (AM κρεοπώλης, θηλ. κρεόπωλις) αυτός που πουλά κρέας, χασάπης αρχ. (το θηλ. και ως επίθ.) κρεοπωλική («κρεόπωλις ἀγορά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο) * + πώλης (< πωλῶ), πρβλ. κεραμο πώλης, οινο πώλης] … Dictionary of Greek
κρεοπώλης — ο χασάπης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρεοπῶλαι — κρεοπώλης seller of meat masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεοπώλαις — κρεοπώλης seller of meat masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεοπώλην — κρεοπώλης seller of meat masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεοπωλώ — κρεοπωλῶ, έω (Α) [κρεοπώλης] είμαι κρεοπώλης, πουλώ κρέας … Dictionary of Greek
μοσχομάγειρος — μοσχομάγειρος, ὁ (Α) αυτός που πουλά μόσχους, κρεοπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (Ι) + μάγειρος «κρεοπώλης»] … Dictionary of Greek
κρεοπώλας — κρεοπώλᾱς , κρεοπώλης seller of meat masc acc pl κρεοπώλᾱς , κρεοπώλης seller of meat masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… … Dictionary of Greek
κατιμάς — και κατμάς, ο κομμάτι κρέατος κατώτερης ποιότητας, το οποίο προσθέτει ο κρεοπώλης στο κρέας που έχει ζητήσει ο πελάτης του. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. επίθ. katma «πρόσθετος, μικτός»] … Dictionary of Greek